Σαπφικά

Σαπφικά
Σαπφικός
BMus.Cat. Coins (Troas
neut nom/voc/acc pl
Σαπφικά̱ , Σαπφικός
BMus.Cat. Coins (Troas
fem nom/voc/acc dual
Σαπφικά̱ , Σαπφικός
BMus.Cat. Coins (Troas
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σαπφικός — ή, ό / σαπφικός, ή, όν, ΝΑ [Σαπφώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Λέσβια ποιήτρια Σαπφώ ή στην ποίησή της («σαπφικά ποιήματα») νεοελλ. φρ. «σαπφικός έρωτας» έρωτας που αναπτύσσεται μεταξύ γυναικών, λεσβιασμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”